- ἀθανασίαν
- ἀθανασίᾱν , ἀθανασίαimmortalityfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безсъмьртьство — БЕЗСЪМЬРТЬСТВ|О (5), А с. То же, что безсъмьртиѥ: Б҃е великыи страшьныи имѣ˫а ѥдинъ бес(с)мрьство. СбЯр XIII, 1; б҃жье слово превѣчное... источни(к) живота и бесм҃ртьства. (τῆς ἀϑανασίας) ГБ XIV, 58в; ре(ч) тлѣнному сему ѡблещисѩ в нетлѣ(н)е. и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μεταλαμπαδεύω — (Α μεταλαμπαδεύω) μεταδίδω το φως τής παιδείας και σε άλλους, μεταδίδω γνώσεις, επιστήμη, πολιτισμό, διαφωτίζω, εκπολιτίζω (α. «οι λόγιοι τής διασποράς μεταλαμπάδευσαν την ελληνική σοφία στη Δύση» β. «ἐπισκευάσας τὴν ἀθανασίαν τοῡ γένους ἡμῶν καὶ … Dictionary of Greek
πολυολβία — ἡ, ΜΑ [πολυόλβος] μσν. πολύς όλβος, μεγάλη ευδαιμονία («ἀπὸ ἀκτημοσύνης... εἰς ἀθανασίαν καὶ πολυολβίαν», Θεόδ. Στ.) αρχ. η αφθονία («πολυολβία χρημάτων», Φωκυλ.) … Dictionary of Greek